Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

οἱ ὁμόζυγες

См. также в других словарях:

  • ὁμόζυγες — ὁμόζυξ female masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομόζυξ — ὁμόζυξ, υγος, ὁ, ἡ (ΑΜ) 1. ομόζυγος («ὁμόζυξ μετὰ τοῡ ἡνιόχου πρὸς ταῡτα ἀντιτείνει», Πλάτ.) 2. σύζυγος αρχ. 1. μτφ. αυτός που έχει το ίδιο αξίωμα με κάποιον άλλο 2. φρ. «ὁμόζυγες λίθοι» λίθοι τού ίδιου είδους με άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * +… …   Dictionary of Greek

  • όζυγες — ὄζυγες (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁμόζυγες». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀ * (Ι) + ζυγός] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»