-
1 ομοζυξ
οἱ ὁμόζυγες Arst. — сотоварищи
См. также в других словарях:
ὁμόζυγες — ὁμόζυξ female masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομόζυξ — ὁμόζυξ, υγος, ὁ, ἡ (ΑΜ) 1. ομόζυγος («ὁμόζυξ μετὰ τοῡ ἡνιόχου πρὸς ταῡτα ἀντιτείνει», Πλάτ.) 2. σύζυγος αρχ. 1. μτφ. αυτός που έχει το ίδιο αξίωμα με κάποιον άλλο 2. φρ. «ὁμόζυγες λίθοι» λίθοι τού ίδιου είδους με άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * +… … Dictionary of Greek
όζυγες — ὄζυγες (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁμόζυγες». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀ * (Ι) + ζυγός] … Dictionary of Greek